Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα
Κονδυλώματα
Τι είναι τα κονδυλώματα;
Τα κονδυλώματα είναι μικρές θηλωματώδεις βλάβες στη γεννητική και περιπρωκτική περιοχή. Οφείλονται στον ιό HPV και μεταδίδονται μέσω σεξουαλικής επαφής. Είναι η πιο συχνή σεξουαλικώς μεταδιδόμενη πάθηση και προσβάλλει εξίσου τις γυναίκες και τους άνδρες. Είναι συνήθως ασυμπτωματικά και σπανίως μπορεί να προκαλέσουν κνησμό (φαγούρα) ή αίσθημα καύσου. Οι περιοχές που εμφανίζονται είναι το πέος, το όσχεο, η βουβωνική περιοχή και η περιπρωκτική χώρα για τους άνδρες, ενώ για τις γυναίκες ο κόλπος, το αιδοίο, ο τράχηλος της μήτρας και η βουβωνική και περιπρωκτική χώρα. Σπανιότερα εκδηλώνονται στα χείλη, στο λάρυγγα, στα χέρια και στο στόμα.
Συμπτώματα
Αν παρατηρήσει κανείς τα κονδυλώματα με γυμνό μάτι, νομίζει ότι πρόκειται για σπίλους σε μορφή κουνουπιδιού. Η γυναίκα τα εμφανίζει στα μικρά ή μεγάλα χείλη του αιδοίου, στον κόλπο, στην κλειτορίδα και την γύρω περιοχή του πρωκτού.
Ο χρόνος επώασης, δηλαδή το διάστημα κατά το οποίο ο ιός εισέρχεται στον ιό μέχρι να εκδηλωθεί, διαφέρει από άτομο σε άτομο. Για παράδειγμα σε ευπαθή άτομα με χαμηλή ανοσολογική άμυνα, ο ιός μπορεί να εκδηλωθεί μετά από 2-3 εβδομάδες. Σε άλλες περιπτώσεις ο ιός μπορεί να παραμείνει, χωρίς να εκδηλώσει συμπτωματολογία για μεγάλο χρονικό διάστημα ή για όλη την ζωή του πάσχοντα.
Τα κλασικά συμπτώματα που μπορούν να παρατηρηθούν, ανάλογα με το βαθμό επικινδυνότητας που εμφανίζονται τα κονδυλώματα είναι:
- Έντονος ή ήπιος κνησμός στην εκάστοτε περιοχή.
- Τραχηλική ή κολπική αιμορραγία.
- Μεγάλη ποσότητα κολπικών εκκρίσεων.
- Κατάθλιψη, ιδίως στα άτομα που εμφανίζουν κονδυλώματα στον πρωκτό.
Διάγνωση
Η πρώτη εξέταση που προτείνει ο γυναικολόγος, σαν αρχικό τρόπο προσέγγισης, είναι το τεστ ΠΑΠ (screening test), το οποίο δίνει σε ποσοστό 90% αν η γυναίκα έχει προσληφθεί από τον ιό. Αν ο γιατρός υποψιαστεί ότι κάτι συμβαίνει, παρατηρώντας αυτήν την εξέταση, τότε προτείνεται η κολποσκόπηση ή η κατευθυνόμενη εκλεκτική βιοψία.
Θεραπευτική προσέγγιση
Οι θεραπείες που καταπολεμούν και εξαρθρώνουν τα κονδυλώματα, χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, από τις οποίες ο γιατρός είναι αυτός που επιλέγει σε ποια ανταποκρίνεται η κάθε ασθενής:
Α. Θεραπείες που ύστερα από εντολή γυναικολόγου, εφαρμόζονται από την ίδια την πάσχουσα
Σε αυτήν την κατηγορία, συνήθως ανήκουν άτομα, τα οποία έχουν εμφανίσει τον ιό στην ήπια μορφή του. Η αγωγή περιλαμβάνει κρέμες και αλοιφές που περιέχουν τις κατάλληλες ουσίες για την εξάλειψη των κονδυλωμάτων.
Τα μειονεκτήματα που μπορεί να παρουσιαστούν σε αυτές τις περιπτώσεις, συνήθως έχουν να κάνουν με υποτροπές, οι οποίες παρουσιάζονται σε σύντομο χρονικό διάστημα από την ολοκλήρωση της θεραπείας. Επίσης, υπάρχει περίπτωση η γυναίκα να μην εφαρμόσει σωστά την θεραπεία και να προκαλέσει ερεθισμούς και στις γύρω υγιείς δερματικές περιοχές.
Β. Επεμβατικές θεραπείες από τον γυναικολόγο
Ουσιαστικά χωρίζονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες, που αποτελούν και τις πιο σύγχρονες και ασφαλείς.
1. Η κρυοπηξία είναι η πρώτη θεραπεία, η οποία εφαρμόζεται εδώ και πενήντα χρόνια περίπου. Μέσω της ψύξης των κονδυλωμάτων, μπορεί να τα νεκρώσει και να τα εξοντώσει. Ενδείκνυται για μικρά και πολλά κονδυλώματα.
2. Η ηλεκτροκαυτηρίαση ή διαθερμοπηξία είναι μία ακόμα μέθοδος, που επιχειρεί με ραδιοκύματα να αντιμετωπίσει τα κονδυλώματα. Πρόκειται για μία μέθοδο, η οποία είναι αποτελεσματική και ανώδυνη.
3. Η θεραπεία Laser CO2 είναι η πιο σύγχρονη και διαδεδομένη μέθοδος, που χρησιμοποιείται και προτείνεται από τους περισσότερους γυναικολόγους. Το συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις άλλες δύο μικροεπεμβατικές μεθόδους, είναι η πλήρη εξάλειψη των κονδυλωμάτων αφενός και αφετέρου η επιλεκτική δράση του laser, η οποία επηρεάζει μόνο την πάσχουσα περιοχή και όχι τις γύρω υγιείς δερματικές περιοχές. Τέλος, η γυναίκα μπορεί να είναι σίγουρη για ένα άψογο αισθητικό αποτέλεσμα.
Έλεγχος για Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα
Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία ενός σεξουαλικά μεταδιδόμενου νοσήματος, μπορεί να προσδώσει τελείως διαφορετική πορεία και πρόγνωση, ακόμη και όταν πρόκειται για το πιο επικίνδυνο εξ αυτών, το AIDS. Για το λόγο αυτό, οι ασθενείς είναι σημαντικό να υποβάλλονται σε ένα τακτικό προληπτικό έλεγχο για ΣΜΝ ακόμα και εάν δεν έχουν συμπτώματα.
Εάν το σεξουαλικό σας ιστορικό και τα τρέχοντα σημεία και συμπτώματα είναι ενδεικτικά μόλυνσης με ένα ΣΜΝ υπάρχουν εργαστηριακά τεστ που μπορούν να εντοπίσουν την αιτία, καθώς και να ανιχνεύσουν πιθανές συνυπάρχουσες λοιμώξεις.
Εξετάσεις αίματος: μπορούν να επιβεβαιώσουν τη διάγνωση του HIV, των ηπατίτιδων, ή των προχωρημένων σταδίων της σύφιλης.
Εξετάσεις ούρων: ελέγχουν για τα χλαμύδια και τη γονόρροια. Τα συγκεκριμένα νοσήματα μπορούν επίσης να ελεγχθούν με τη λήψη ουρηθρικού επιχρίσματος από τον άνδρα και τραχηλικού από τη γυναίκα.
Εξετάσεις υγρών: εάν έχετε ενεργά έλκη στα γεννητικά σας όργανα, η εξέταση δειγμάτων των υγρών από αυτά μπορεί να καθορίσει τον τύπο της λοίμωξης. Τα εργαστηριακά τεστ του υλικού από ένα έλκος ή κάποιο έκκριμα μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση συχνών σεξουαλικώς μεταδιδόμενων λοιμώξεων που οφείλονται σε βακτήρια και σε κάποιους ιούς, ενώ βρίσκονται ακόμα σε αρχικό στάδιο.
Συμπληρωματικά, και πολύ εύκολο να πραγματοποιηθεί σε τακτική βάση, είναι μια πλήρης καλλιέργεια κολποτραχηλικού εκκρίματος, η οποία θα ελέγξει για ανίχνευση μικροβίων, μυκήτων, ή τριχομονάδων (το αερόβιο και αναερόβιο σκέλος αυτής), αλλά και για χλαμύδια, ουρεόπλασμα και μυκόπλασμα (λήψη σε ξεχωριστά σωληνάρια με ειδικά καλλιεργητικά υλικά).
Για τον έλεγχο του έρπητα των γεννητικών οργάνων δεν υπάρχει ακόμα μια αξιόπιστη εξέταση. Πρόκειται για μια λοίμωξη από ιό που μπορεί να μεταδοθεί ακόμα και από άτομο που δεν έχει συμπτώματα. Ο ιατρός μπορεί να λάβει ένα ξύσμα ιστού ή μια καλλιέργεια από τα πρώιμα έλκη που μπορεί να υπάρχουν, αλλά ακόμα και αν τα αποτελέσματα του εργαστηρίου βγουν αρνητικά, δεν αποκλείεται ο έρπης ως αιτία των βλαβών.
Τέλος, στην περίπτωση του ιού των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV), υπάρχουν συγκεκριμένα στελέχη του ιού που μπορεί να προκαλέσουν καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, ενώ άλλα ευθύνονται για την εμφάνιση κονδυλωμάτων. Οι περισσότεροι άνθρωποι που είναι σεξουαλικά ενεργοί προσβάλλονται από τον HPV κάποια στιγμή της ζωής τους, αλλά δεν εμφανίζουν συμπτώματα.
Ο προληπτικός έλεγχος περιλαμβάνει:
- Το test Παπ, το οποίο ελέγχει την ύπαρξη άτυπων κυττάρων στον τράχηλο της μήτρας και συστήνεται κάθε δύο με τρία χρόνια στις γυναίκες ηλικίας 21-69 ετών.
- Οι γυναίκες άνω των 30 μπορούν να κάνουν μαζί με το test Παπ κι ένα HPV DNA test κάθε 5 χρόνια, εάν οι προηγούμενες εξετάσεις ήταν αρνητικές. Οι γυναίκες ηλικίας 21-30 θα κάνουν ένα HPV DNA test στην περίπτωση που προηγούμενο test Παπ είχε δείξει άτυπα κύτταρα.